Stratis Thalassinos

Below is Giorgios Seferis' Stratis Thalassinos Among the Agapanthi, a poem on the perennial Greek theme of exile. The poem was set to music by Yiannis Markopoulos and I've made available the song in Radio Akritas. The singer is Nikos Xylouris.

To reach the end of our journey we must seek the advice of the dead – as Odysseas does when he descends into Hades – a more than problematic process for Seferis who since leaving Skala in Asia Minor in 1914 found himself, as a student, refugee and professional diplomat, getting no closer to his homeland, but being driven further and further away from it. The furthest point Seferis ever found himself from home was in 1941, when Greece had fallen to the Germans and he wound up working at the Greek embassy in 'ghastly' Pretoria, South Africa, among the agapanthi – African lilies – where there are no asphodels, the food of the Greek dead.


Stratis Thalassinos Among the Agapanthi
There are no asphodels, violets, or hyacinths;
how then can you talk with the dead?
The dead know the language of flowers only;
so they keep silent
they travel and keep silent, endure and keep silent,
beyond the community of dreams, beyond the community
of dreams.

If I start to sing I'l1 call out
and if I call out –
the agapanthi order silence
raising the tiny hand of a blue Arabian child
or even the footfalls of a goose in the air.

It's painful and difficult, the living are not enough for me
first because they do not speak, and then
because I have to ask the dead in order to go on farther.
There's no other way: the moment I fall asleep
the companions cut the silver strings
and the flask of the winds empties.
I fill it and it empties, I fill it and it empties;
I wake
like a goldfish swimming
in the lightning's crevices
and the wind and the flood and the human bodies
and the agapanthi nailed like the arrows of fate
to the unquenchable earth
shaken by convulsive nodding,
as if loaded on an ancient cart
jolting down gutted roads, over old cobblestones,
the agapanthi, asphodels of the negroes:
How can I grasp this religion?

The first thing God made is love
then comes blood
and the thirst for blood
roused by
the body's sperm as by salt.
The first thing God made is the long journey;
that house there is waiting
with its blue smoke
with its aged dog
waiting for the homecoming so that it can die.
But the dead must guide me;
it is the agapanthi that keep them from speaking,
like the depths of the sea or the water in a glass.
And the companions stay on in the palaces of Circe:
my dear Elpenor! My poor, foolish Elpenor!"
Or don't you see them
– 'Oh help us!' –
on the blackened ridge of Psara?

Ο Στρατής Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους
Δεν έχει ασφοδίλια, μενεξέδες, μήτε υάκινθους·
πως να μιλήσεις με τους πεθαμένους.
Οι πεθαμένοι ξέρουν μονάχα τη γλώσσα των λουλουδιών
γι' αυτό σωπαίνουν
ταξιδεύουν και σωπαίνουν, υπομένουν και σωπαίνουν
παρά δήμον ονείρων, παρά δήμον ονείρων.

Αν αρχίσω να τραγουδώ θα φωνάξω
κι α φωνάξω —
Οι αγάπανθοι προστάζουν σιωπή
σηκώνοντας ένα χεράκι μαβιού μωρού της Αραβίας
ή ακόμη τα πατήματα μιας χήνας στον αέρα.

Είναι βαρύ και δύσκολο, δε μου φτάνουν οι ζωντανοί·
πρώτα γιατί δε μιλούν, κι ύστερα
γιατί πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς
για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω.
Αλλιώς δε γίνεται, μόλις με πάρει ο ύπνος
οι σύντροφοι κόβουνε τους ασημένιους σπάγκους
και το φλασκί των ανέμων αδειάζει.
Το γεμίζω κι αδειάζει, το γεμίζω κι αδειάζει·
ξυπνώ
σαν το χρυσόψαρο κολυμπώντας
μέσα στα χάσματα της αστραπής,
κι ο αγέρας κι ο κατακλυσμός και τ' ανθρώπινα σώματα,
κι οι αγάπανθοι καρφωμένοι σαν τις σαΐτες της μοίρας
στην αξεδίψαστη γης
συγκλονισμένοι από σπασμωδικά νοήματα,
θα 'λεγες είναι φορτωμένοι σ' ένα παμπάλαιο κάρο
κατρακυλώντας σε χαλασμένους δρόμους, σε παλιά καλ­ντερίμια,
οι αγάπανθοι τ' ασφοδίλια των νέγρων:
Πώς να τη μάθω ετούτη τη θρησκεία;

Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι η αγάπη
έπειτα έρχεται το αίμα
κι η δίψα για το αίμα
που την κεντρίζει
το σπέρμα του κορμιού καθώς τ' αλάτι.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι το μακρινό ταξίδι·
εκείνο το σπίτι περιμένει
μ' ένα γαλάζιο καπνό
μ' ένα σκυλί γερασμένο
περιμένοντας για να ξεψυχήσει το γυρισμό.
Μα πρέπει να μ' ορμηνέψουν οι πεθαμένοι·
είναι οι αγάπανθοι που τους κρατούν αμίλητους,
όπως τα βάθη της θάλασσας ή το νερό μες στο ποτήρι.
Κι οι σύντροφοι μένουν στα παλάτια της Κίρκης·
ακριβέ μου Ελπήνωρ! Ηλίθιε, φτωχέ μου Ελπήνωρ!
Ή, δεν τους βλέπεις;
– «Βοηθήστε μας!» –
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη.